- ορθοκυστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει στο ορθό και στην ουροδόχο κύστη2. φρ. ιατρ. α) «ορθοκυστικό συρίγγιο» — η μη φυσιολογική επικοινωνία μεταξύ ορθού και ουροδόχου κύστεωςβ) «ορθοκυστικές διαταραχές» — διαταραχές τής αφόδευσης και τής ούρησης, που παρατηρούνται ιδίως σε βλάβες τού νωτιαίου μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθό «τελική μοίρα τού κόλου η οποία καταλήγει στον πρωκτό» + κύστη].
Dictionary of Greek. 2013.